ανάκυψη

ανάκυψη
η
1. άνοδος στην επιφάνεια, εμφάνιση, ανάδυση
2. απαλλαγή από στενοχώρια ή συμφορά
3. γυμναστική άσκηση, κατά την οποία ο γυμναζόμενος ανυψώνει το κεφάλι του ή τον κορμό από κάποια κεκλιμένη θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακύπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στον αρχιμανδρίτη Ιωσήφ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανάκυψη — η 1. το να σηκώσει κανείς κεφάλι, να αναλάβει: Ανάκυψη από τις συμφορές οι άνθρωποι δεν είχαν. 2. γυμναστική άσκηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνακύψῃ — ἀνακύπτω lift up the head aor subj mid 2nd sg ἀνακύπτω lift up the head aor subj act 3rd sg ἀνακύπτω lift up the head fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”